- δρύινον
- δρύϊνον , δρύινοςoaken: masc acc sgδρύϊνον , δρύινοςoaken: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δρύινον — δρύϊνον , δρύινος oaken masc acc sg δρύϊνον , δρύινος oaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύινος — η, ο (AM δρύϊνος, ον) ο φτιαγμένος από βαλανιδιά νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δρύινος 1. μικρό υμενόπτερο έντομο 2. ανιοβόλο φίδι τής νοτιοανατολικής Ασίας φρ. «δρύϊνον πῡρ» φωτιά από ξύλα βαλανιδιάς … Dictionary of Greek